- απαιωρώ
- ἀπαιωρῶ (-έω) (A) (AM ἀπαιωροῦμαι) [αιωρώ]κρέμομαι προς τα κάτω από κάπου, αιωρούμαιαρχ.1. ενεργ. κρεμώ, εξαρτώ2. αφήνω κάτι να κρέμεται3. μέσ. ανασηκώνομαι, ανυψώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπαιωρῶ — ἀπαιωρέομαι hang down from pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιωρέομαι hang down from pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιωρέω hang down from pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιωρέω hang down from pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)